- ἀγαλματίας
- ἀγαλμ-ατίας, ου, ὁ,A like a statue, beautiful as one, Philostr.VS2.25.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγαλματίας — ἀγαλματίας, ο (Α) [ἄγαλμα] ο ωραίος σαν άγαλμα … Dictionary of Greek
ἀγαλματίας — ἀγαλματίᾱς , ἀγαλματίας like a statue masc acc pl ἀγαλματίᾱς , ἀγαλματίας like a statue masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαλματίαν — ἀγαλματίᾱν , ἀγαλματίας like a statue masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀγαλματίας like a statue masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)